-
1 πηγή
η1) источник, родник, ключ; исток (реки);ιαματική πηγή — лечебный источник;
πηγές πετρελαίου — нефтяные залежи;
2) перен. источник;πηγή φωτός — источник света;
πηγή γνώσεων — источник знаний;
οι πρώτες πηγές — первоисточники;
είδηση υπόπτου πηγής — сообщение из ненадёжного источника;
πηγές καλά πληροφορημένες — хорошо информированные источники;
3) перен. источник, начало; причина;πλ. истоки, начала;η οκνηρία είναι πηγή κακών — лень — источник всех зол
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek